λακκόλιθος — Στη γεωλογία, έτσι ονομάζεται σώμα διείσδυσης, που προέρχεται από την άνοδο ενός μάγματος, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα σε ένα σύστημα στρωμάτων πετρογραφικών σχηματισμών, προκαλώντας τον ισχυρό διαχωρισμό τους και πολλές φορές μια… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
μάαρ — Μικρός εκρηξιγενής κρατήρας σε σχήμα χοάνης ή κυλίνδρου που δημιουργήθηκε στην επιφάνεια της Γης από μια έντονη έκρηξη αερίων που δεν συνοδεύτηκε από έκχυση λάβας. Το μ. περιβάλλεται συνήθως από ένα ανάχωμα με θραύσματα πετρωμάτων και μερικές… … Dictionary of Greek
Σοπουτάν — Ηφαίστειο της Ινδονησίας. Βρίσκεται στο ΒΑ άκρο του νησιού Σουλαβέζι, στη χερσόνησο Μιναχάσα. Αποτελεί κώνο με σχετικό ύψος 580 μ. και βρίσκεται πάνω σε παλιότερη ηφαιστειακή βάση. Από τα τέλη του 18ου αι. έως σήμερα έχουν σημειώθηκαν 42 κύκλοι… … Dictionary of Greek
Σουμάτρα — (Σουματέρα μαλαϊκά). Νησί της νοτιοανατολικής Ασίας, που πολιτικά ανήκει στη Δημοκρατία της Ινδονησίας, της οποίας αποτελεί, μαζί με τα μικρότερα νησιά που την περιβάλλουν, ολόκληρο το δυτικό τμήμα. Έχει έκταση 481 780 τ. χλμ. και πληθυσμό πάνω… … Dictionary of Greek
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… … Dictionary of Greek
υαλοκλαστίτης — ο, Ν (πετρογρ.) ηφαιστειακή απόθεση με τη μορφή τόφφου, η οποία σχηματίζεται από την έκχυση βασαλτικής λάβας κάτω από το νερό ή τον πάγο και τον επακόλουθο κατακερματισμό της λόγω ταχείας ψύξεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyaloclastite… … Dictionary of Greek
αλγκόνκιο — Ανώτερη περίοδος του αζωικού ή αρχαϊκού αιώνα. Η ονομασία προέρχεται από τους Αλγκονκίνους, την ομάδα αυτόχθονων φυλών της Βόρειας Αμερικής. Η διάρκεια της περιόδου αυτής είναι δύσκολο να καθοριστεί. Πάντως, είναι μεγάλη, χωρίς αμφιβολία, όπως… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek